ξεμωραίνω

ξεμωραίνω
(αόρ. ξεμώρανα, παθ. αόρ. ξεμωράθηκα) μετ. делать глупым;
сводить с ума;

ξεμωραίνομαι — глупеть, впадать в,, детство, выживать из ума


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ξεμωραίνω" в других словарях:

  • ξεμωραίνω — ξεμωραίνω, ξεμώρανα βλ. πίν. 44 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεμωραίνω — 1. καθιστώ κάποιον εντελώς μωρό, τελείως ανόητο, αποκουτιαίνω 2. (συν. το μέσ.) ξεμωραίνομαι χάνω τον λογικό έλεγχο τών πράξεων μου, συμπεριφέρομαι σαν να είμαι νήπιο, γίνομαι ξεκούτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ μωραίνω* (βλ. και λ. ξ[ε] )] …   Dictionary of Greek

  • ξεμωραίνω — ξεμώρανα, ξεμωράθηκα, ξεμωραμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον μωρό, αποκουτιαίνω: Το ξεμώρανες το παιδί με τα παιχνίδια σου. 2. το μέσ., ξεμωραίνομαι γίνομαι μωρός, παιδί, ξεκουτιαίνω: Ξεμωραθήκαμε σε τέτοια ηλικία και δεν ξέρουμε τι λέμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκμωραίνω — ἐκμωραίνω (Μ) καθιστώ κάποιον τελείως μωρό, ξεμωραίνω …   Dictionary of Greek

  • ηλαίνω — ἠλαίνω (Α) (επικ. τ. αντί αλαίνω) 1. περιφέρομαι, περιπλανώμαι 2. μτφ. είμαι μωρός, ξεμωραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηλάσκω] …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεμώραμα — το [ξεμωραίνω] απώλεια τής διανοητικής διαύγειας, κατάσταση αποχαύνωσης ή άνοιας, ξεκούτιασμα …   Dictionary of Greek

  • παραγηρώ — άω, Α φθάνω σε βαθιά γεράματα, ξεμωραίνω λόγω γήρατος, καταντώ κρονόληρος («ὥσπερ παραγεγηρακὼς ἤ παρανοιας ἑαλωκώς», Αισχίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γηρῶ (βλ. λ. γήρας)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»